- διάτανος
- και διάοτσος και διάσκατζος, ο(σε ηπιότερη έκφραση) διάβολος, σατανάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διάτανος από συμφυρμό τών διάβολος και σατανάς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διάτανος — ο ο διάβολος σε πιο ήπια έκφραση: Στο διάτανο! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διατανοσύνη — διατανοσύνη, η [διάτανος] η ιδιότητα τού διαβόλου, σατανικότητα … Dictionary of Greek